αντικυκλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικυκλικός, -η, -ο
- (μεταφορικά) όταν «βαίνουμε» αντίθετα στο «κύκλο»
- (οικονομικός όρος) είναι η πολιτική που ακολουθείται ενάντια στο κλίμα, στους κύκλους της οικονομίας
- σε μια οικονομική ύφεση δεν είναι πάντα βέβαιο ότι μια αντικυκλική νομισματική πολιτική θα επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικυκλικός