αντιλαβού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιλαβού < από τη φράση «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι», που περιέχεται στη Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου

Έκφραση[επεξεργασία]

αντιλαβού

  • (οικείο) (ερωτηματικά) τό 'πιασες, το κατάλαβες;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]