αντιλαμβάνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιλαμβάνομαι < αντί + λαμβάνομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιλαμβάνομαι (αποθετικό ρήμα)
- καταλαβαίνω κάτι χάρη στις αισθήσεις μου
- καταλαβαίνω κάτι μέσω της σκέψης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιλαμβάνομαι | αντιλαμβανόμουν(α) | θα αντιλαμβάνομαι | να αντιλαμβάνομαι | αντιλαμβανόμενος | |
β' ενικ. | αντιλαμβάνεσαι | αντιλαμβανόσουν(α) | θα αντιλαμβάνεσαι | να αντιλαμβάνεσαι | (αντιλαμβάνου) | |
γ' ενικ. | αντιλαμβάνεται | αντιλαμβανόταν(ε) | θα αντιλαμβάνεται | να αντιλαμβάνεται | ||
α' πληθ. | αντιλαμβανόμαστε | αντιλαμβανόμαστε αντιλαμβανόμασταν |
θα αντιλαμβανόμαστε | να αντιλαμβανόμαστε | ||
β' πληθ. | αντιλαμβάνεστε | αντιλαμβανόσαστε αντιλαμβανόσασταν |
θα αντιλαμβάνεστε | να αντιλαμβάνεστε | (αντιλαμβάνεστε) | |
γ' πληθ. | αντιλαμβάνονται | αντιλαμβάνονταν αντιλαμβανόντουσαν |
θα αντιλαμβάνονται | να αντιλαμβάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιλήφθηκα | θα αντιληφθώ | να αντιληφθώ | αντιληφθεί | ||
β' ενικ. | αντιλήφθηκες | θα αντιληφθείς | να αντιληφθείς | αντιλήψου | ||
γ' ενικ. | αντιλήφθηκε | θα αντιληφθεί | να αντιληφθεί | |||
α' πληθ. | αντιληφθήκαμε | θα αντιληφθούμε | να αντιληφθούμε | |||
β' πληθ. | αντιληφθήκατε | θα αντιληφθείτε | να αντιληφθείτε | αντιληφθείτε | ||
γ' πληθ. | αντιλήφθηκαν αντιληφθήκαν(ε) |
θα αντιληφθούν(ε) | να αντιληφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντιληφθεί | είχα αντιληφθεί | θα έχω αντιληφθεί | να έχω αντιληφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αντιληφθεί | είχες αντιληφθεί | θα έχεις αντιληφθεί | να έχεις αντιληφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντιληφθεί | είχε αντιληφθεί | θα έχει αντιληφθεί | να έχει αντιληφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιληφθεί | είχαμε αντιληφθεί | θα έχουμε αντιληφθεί | να έχουμε αντιληφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντιληφθεί | είχατε αντιληφθεί | θα έχετε αντιληφθεί | να έχετε αντιληφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιληφθεί | είχαν αντιληφθεί | θα έχουν αντιληφθεί | να έχουν αντιληφθεί |
Λόγιοι τύποι αορίστου: αντελήφθην (αντελήφθης, αντελήφθη, αντελήφθημεν, αντελήφθητε, αντελήφθησαν) και μετοχή παθητικού αορίστου: αντιληφθείς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλαμβάνομαι