αντιλαμπίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιλαμπίζω
- άλλη μορφή του αντιλάμπω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιλαμπίζω | αντιλάμπιζα | θα αντιλαμπίζω | να αντιλαμπίζω | αντιλαμπίζοντας | |
β' ενικ. | αντιλαμπίζεις | αντιλάμπιζες | θα αντιλαμπίζεις | να αντιλαμπίζεις | αντιλάμπιζε | |
γ' ενικ. | αντιλαμπίζει | αντιλάμπιζε | θα αντιλαμπίζει | να αντιλαμπίζει | ||
α' πληθ. | αντιλαμπίζουμε | αντιλαμπίζαμε | θα αντιλαμπίζουμε | να αντιλαμπίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιλαμπίζετε | αντιλαμπίζατε | θα αντιλαμπίζετε | να αντιλαμπίζετε | αντιλαμπίζετε | |
γ' πληθ. | αντιλαμπίζουν(ε) | αντιλάμπιζαν αντιλαμπίζαν(ε) |
θα αντιλαμπίζουν(ε) | να αντιλαμπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιλάμπισα | θα αντιλαμπίσω | να αντιλαμπίσω | αντιλαμπίσει | ||
β' ενικ. | αντιλάμπισες | θα αντιλαμπίσεις | να αντιλαμπίσεις | αντιλάμπισε | ||
γ' ενικ. | αντιλάμπισε | θα αντιλαμπίσει | να αντιλαμπίσει | |||
α' πληθ. | αντιλαμπίσαμε | θα αντιλαμπίσουμε | να αντιλαμπίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιλαμπίσατε | θα αντιλαμπίσετε | να αντιλαμπίσετε | αντιλαμπίστε | ||
γ' πληθ. | αντιλάμπισαν αντιλαμπίσαν(ε) |
θα αντιλαμπίσουν(ε) | να αντιλαμπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιλαμπίσει | είχα αντιλαμπίσει | θα έχω αντιλαμπίσει | να έχω αντιλαμπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιλαμπίσει | είχες αντιλαμπίσει | θα έχεις αντιλαμπίσει | να έχεις αντιλαμπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιλαμπίσει | είχε αντιλαμπίσει | θα έχει αντιλαμπίσει | να έχει αντιλαμπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιλαμπίσει | είχαμε αντιλαμπίσει | θα έχουμε αντιλαμπίσει | να έχουμε αντιλαμπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιλαμπίσει | είχατε αντιλαμπίσει | θα έχετε αντιλαμπίσει | να έχετε αντιλαμπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιλαμπίσει | είχαν αντιλαμπίσει | θα έχουν αντιλαμπίσει | να έχουν αντιλαμπίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλαμπίζω
|