αντιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιλεξικό ουδέτερο
- όρος που χρησιμοποιήθηκε στο εννοιολογικό λεξικό του Θεολόγου Βοσταντζόγλου, το οποίο περιέχει κύρια λήμματα και μέσα σε αυτά όλα τα συνώνυμα και παράγωγα
- όρος που χρησιμοποιήθηκε σε μερικά λεξικά στα οποία η ταξινόμηση των λημμάτων έχει γίνει με βάση τη αντεστραμμένη μορφή τους, που περιέχουν τα λήμματα ταξινομημένα με βάση το τελευταίο γράμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλεξικό
|