αντιληπτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιληπτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιληπτότητα θηλυκό
- (νευρολογία) ο βαθμός με τον οποίο ένα ερεθίσμα καθίσταται αντιληπτό, το δυναμικό πλάτος ή η ισχύς που απαιτείται από ένα ερέθισμα ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι απόκρισης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιληπτότητα
|