αντιλογώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιλογώ < (ελληνιστική κοινή) ἀντιλογέω / ἀντιλογῶ < αρχαία ελληνική ἀντιλέγω < λέγω
Ρήμα
[επεξεργασία]αντιλογώ (λόγιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιλογώ
|