αντιλυσσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιλυσσικός < αντι- + λυσσικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antirabique)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιλυσσικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση και εξάλειψη της λύσσας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λύσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιλυσσικός