αντιμετάθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμετάθεση < ελληνιστική κοινή ἀντιμετάθεσις < ἀντί + αρχαία ελληνική μετάθεσις < μετατίθημι < τίθημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμετάθεση θηλυκό
- (λόγιο) αλλαγή θέσης με αμοιβαίο τρόπο
- (γραμματική) (γλωσσολογία) αμοιβαία αλλαγή θέσης δύο φθόγγων ή συλλαβών
- (γραμματική) αντιμεταχώρηση
- (μαθηματικά)
[επεξεργασία]
- αντιμεταθετικά
- αντιμεταθετικός
- αντιμεταθέτω
- → δείτε τις λέξεις μεταθέτω και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμετάθεση