αντιμεταβίβαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμεταβίβαση | οι | αντιμεταβιβάσεις |
γενική | της | αντιμεταβίβασης | των | αντιμεταβιβάσεων |
αιτιατική | την | αντιμεταβίβαση | τις | αντιμεταβιβάσεις |
κλητική | αντιμεταβίβαση | αντιμεταβιβάσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμεταβίβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική countertransference(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < γερμανική Gegenübertragung. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + μεταβίβαση.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμεταβίβαση θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχανάλυση) διεργασία κατά την ψυχοθεραπεία κατά την οποία υπάρχει μεταφορά, έκφραση συναισθημάτων ή χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμεταβίβαση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)