αντιμετριέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιμετριέμαι < μεσαιωνική ελληνική ἀντιμετρῶ (αποζημιώνω, ξεπληρώνω, αμείβω, τιμωρώ, αντιμετωπίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

αντιμετριέμαι

  • αναμετριέμαι με κάποιον ή μετράω τις δυνάμεις μου ενάντια σε κάτι

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]