αντιμετωπίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.di.me.toˈpi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐με‐τω‐πί‐ζο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αντιμετωπίζομαι, π.αόρ.: αντιμετωπίστηκα/αντιμετωπίσθηκα, μτχ.π.π.: αντιμετωπισμένος, (ενεργ.: αντιμετωπίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος αντιμετωπίζω: με αντιμετωπίζουν
- με δυσπιστία αντιμετωπίστηκε η νέα συμβιβαστική πρόταση
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε την κλίση στο αντιμετωπίζω