αντιμετωπίζω
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμετωπίζω < αντιμέτωπος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική affronter)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιμετωπίζω (παθητική φωνή: αντιμετωπίζομαι)
- είμαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι (που με αμφισβητεί, με κρίνει, με ανταγωνίζεται, με κριτικάρει κ.λπ.)
- υπομένω
- αποκρούω, αντιπαλεύω
- αντεπεξέρχομαι
- αντικρίζω
[επεξεργασία]
- αντιμετωπιζόμενος
- αντιμετώπιση
- αντιμετωπίσιμος
- αντιμετωπισμένος
- → δείτε τη λέξη: μέτωπο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αντιμετωπίζω | αντιμετώπιζα | θα αντιμετωπίζω | να αντιμετωπίζω | αντιμετωπίζοντας | |
β' ενικ. | αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζες | θα αντιμετωπίζεις | να αντιμετωπίζεις | αντιμετώπιζε | |
γ' ενικ. | αντιμετωπίζει | αντιμετώπιζε | θα αντιμετωπίζει | να αντιμετωπίζει | ||
α' πληθ. | αντιμετωπίζουμε | αντιμετωπίζαμε | θα αντιμετωπίζουμε | να αντιμετωπίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζατε | θα αντιμετωπίζετε | να αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίζετε | |
γ' πληθ. | αντιμετωπίζουν(ε) | αντιμετώπιζαν αντιμετωπίζαν(ε) |
θα αντιμετωπίζουν(ε) | να αντιμετωπίζουν(ε) | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιμετώπισα | θα αντιμετωπίσω | να αντιμετωπίσω | αντιμετωπίσει | ||
β' ενικ. | αντιμετώπισες | θα αντιμετωπίσεις | να αντιμετωπίσεις | αντιμετώπισε | ||
γ' ενικ. | αντιμετώπισε | θα αντιμετωπίσει | να αντιμετωπίσει | |||
α' πληθ. | αντιμετωπίσαμε | θα αντιμετωπίσουμε | να αντιμετωπίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιμετωπίσατε | θα αντιμετωπίσετε | να αντιμετωπίσετε | αντιμετωπίστε | ||
γ' πληθ. | αντιμετώπισαν αντιμετωπίσαν(ε) |
θα αντιμετωπίσουν(ε) | να αντιμετωπίσουν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιμετωπίσει | είχα αντιμετωπίσει | θα έχω αντιμετωπίσει | να έχω αντιμετωπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιμετωπίσει | είχες αντιμετωπίσει | θα έχεις αντιμετωπίσει | να έχεις αντιμετωπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιμετωπίσει | είχε αντιμετωπίσει | θα έχει αντιμετωπίσει | να έχει αντιμετωπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιμετωπίσει | είχαμε αντιμετωπίσει | θα έχουμε αντιμετωπίσει | να έχουμε αντιμετωπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιμετωπίσει | είχατε αντιμετωπίσει | θα έχετε αντιμετωπίσει | να έχετε αντιμετωπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιμετωπίσει | είχαν αντιμετωπίσει | θα έχουν αντιμετωπίσει | να έχουν αντιμετωπίσει |
|