αντιμυκητιασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμυκητιασικός, -ή, -ό
- αυτός που χρησιμεύει στην καταπολέμηση των μυκήτων
- το αντιμυκητιασικό φάρμακο ή σκεύασμα, η αντιμυκητιασική θεραπεία, ο αντιμυκητιασικός πάτος των παπουτσιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμυκητιασικός
|