αντιμόνιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιμόνιο < (λόγιο δάνειο) ιταλική antimonio < νεολατινική antimonium (απ' όπου και μεσαιωνική ελληνική ἀντεμόνιον.[1]) < αραβική إثمد (ʾiṯmid). Κατά μία άποψη, η αραβική λέξη συνδέεται με τη λατινική stibium < αρχαία ελληνική στίμμι < αρχαία αιγυπτιακή stm.[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.diˈmo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐μό‐νι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιμόνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιμόνιο | τα | αντιμόνια |
γενική | του | αντιμόνιου & αντιμονίου |
των | αντιμόνιων & αντιμονίων |
αιτιατική | το | αντιμόνιο | τα | αντιμόνια |
κλητική | αντιμόνιο | αντιμόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μεταλλοειδή, με ατομικό αριθμό 51 και χημικό σύμβολο το Sb
- ⮡ Τα άλατα του αντιμονίου είναι διαλυτά μόνο σε πυκνά διαλύματα των αντίστοιχων οξέων. Έτσι, π.χ. αραίωση διαλύματος SbCl3 σε HCl με νερό, έχει ως αποτέλεσμα την υδρόλυση του SbCl3 και σχηματισμό λευκού ιζήματος χλωριούχου αντιμονυλίου ("βούτυρο αντιμονίου") (chem.uoa.gr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
αντιμόνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αντιμόνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)