αντινομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντινομιστής < αντινομισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντινομιστής αρσενικό
- οπαδός του αντινομισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντινομισμός και νόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντινομιστής
|