αντιξιφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιξιφισμός < αντι- + ξιφισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική riposte)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιξιφισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η απάντηση σε επίθεση με ξίφος ή ή αντεπίθεση με ξίφος
- (σπάνιο) (μεταφορικά) η λεκτική απάντηση ή αντεπίθεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιξιφισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)