αντιοικονομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιοικονομία οι αντιοικονομίες
      γενική της αντιοικονομίας των αντιοικονομιών
    αιτιατική την αντιοικονομία τις αντιοικονομίες
     κλητική αντιοικονομία αντιοικονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιοικονομία < αντι- + οικονομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.di.i.ko.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐οι‐κο‐νο‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιοικονομία θηλυκό

  1. (οικονομία) στη φράση αντιοικονομία κλίμακας: όταν κατά την παραγωγική διαδικασία αυξάνεται το κατά μονάδα παραγωγής κόστος
    ※  Οι Αντιοικονομίες Κλίμακας προέρχονται από παράγοντες που έχουν σχέση με την οργάνωση της επιχείρησης. Η αύξηση του όγκου της επιχείρησης οδηγεί σε αντιοικονομίες κλίμακας που αυξάνουν το κατά μονάδα κόστος. Ο κυριότερος λόγος είναι η κατά περίσταση ανάπτυξη αγκυλωτικών διοικητικών και άλλων γραφειοκρατικών μηχανισμών που περιορίζουν την έγκαιρη λήψη της κατάλληλης απόφασης για τις επιχειρήσεις.
    Αρχές Οικονομικής Θεωρίας Γ' Γενικού Λυκείου κεφάλαιο 3 @eboos.edu.gr
  2. για οτιδήποτε έχει να κάνει που είναι αντίθετο με την οικονομία, π.χ. επιχειρηματικές επιλογές που αυξάνουν το κόστος, μειώνουν το κέρδος ή επιφέρουν ζημιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]