αντιολισθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιολισθητικός < αντι- + (ελληνιστική κοινή) ὀλισθητικός (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antidérapant
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αντιολισθητικός, αντιολισθητική, αντιολισθητικό
- που δεν γλιστράει ή προστατεύει από το γλίστρημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ολισθαίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)