αντιοξειδωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιοξειδωτικός < αντι- + οξειδωτικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antioxydant (ή antirouille)[1] < αρχαία ελληνική ἀντί, ὀξείδιον
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιοξειδωτικός, -ή, -ό
- (χημεία) που δεν προκαλεί ή δυσχεραίνει την οξείδωση
- ↪ αντιοξειδωτικός μηχανισμός, αντιοξειδωτική βιταμίνη, αντιοξειδωτικό ένζυμο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιοξειδωτικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντιοξειδωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)