αντιπαρέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιπαρέρχομαι < αντί + παρά + έρχομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αντιπαρέρχομαι

  1. περνώ δίπλα από κάποιον που διέρχεται στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα
  2. προσπερνώ κάτι δίχως να το εξετάσω
  3. δεν ενδιαφέρομαι για κάτι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]