αντιπαρέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαρέρχομαι < αντί + παρά + έρχομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιπαρέρχομαι
- περνώ δίπλα από κάποιον που διέρχεται στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα
- προσπερνώ κάτι δίχως να το εξετάσω
- δεν ενδιαφέρομαι για κάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαρέρχομαι
|