αντιπαραλυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαραλυτικός < αντι- + παραλυτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiparalytic)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπαραλυτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της παράλυσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαραλυτικός