αντιπαρασιτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαρασιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπαρασιτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπαρασιτικό ουδέτερο
- φάρμακο που συμβάλλει στην παρασιτοκτονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαρασιτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιπαρασιτικό
- αιτιατική ενικού του αντιπαρασιτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιπαρασιτικός