αντιπαρασιτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιπαρασιτικό τα αντιπαρασιτικά
      γενική του αντιπαρασιτικού των αντιπαρασιτικών
    αιτιατική το αντιπαρασιτικό τα αντιπαρασιτικά
     κλητική αντιπαρασιτικό αντιπαρασιτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιπαρασιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπαρασιτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιπαρασιτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντιπαρασιτικό