Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντιπαρατάσσω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀντιπαρατάσσω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιπαρατάσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιπαρατάσσω < αρχαία ελληνική ἀντιπαρατάσσομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.di.pa.ɾaˈta.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπαρατάσσω

αντιπαρατάσσω, αόρ.: αντιπαρέταξα, παθ.φωνή: αντιπαρατάσσομαι, π.αόρ.: αντιπαρατάχθηκα/αντιπαρατάχτηκα

  1. παρατάσσω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
  2. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]