αντιπαρατήρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαρατήρηση οι αντιπαρατηρήσεις
      γενική της αντιπαρατήρησης* των αντιπαρατηρήσεων
    αιτιατική την αντιπαρατήρηση τις αντιπαρατηρήσεις
     κλητική αντιπαρατήρηση αντιπαρατηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαρατηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιπαρατήρηση < αντι- + παρατήρηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιπαρατήρηση[1] [2] θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αντιπαρατήρησηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντιπαρατήρηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)