αντιπαραχώρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπαραχώρηση | οι | αντιπαραχωρήσεις |
γενική | της | αντιπαραχώρησης* | των | αντιπαραχωρήσεων |
αιτιατική | την | αντιπαραχώρηση | τις | αντιπαραχωρήσεις |
κλητική | αντιπαραχώρηση | αντιπαραχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαραχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαραχώρηση < (αντιπαραχωρώ) αντιπαραχωρη- + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπαραχώρηση[1] θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αντιπαραχωρώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπαραχωρώ
- → δείτε τις λέξεις αντί, παραχωρώ και χώρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαραχώρηση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντιπαραχώρηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)