αντιπατριωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπατριωτισμός < αντι- + πατριωτισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπατριωτισμός αρσενικό
- στάση, πρακτική και ιδεολογία αντίθετη του πατριωτισμού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπατριώτης
- αντιπατριωτικά
- αντιπατριωτικός
- → δείτε τις λέξεις πατριωτικός, πατρίδα και πατέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπατριωτισμός