αντιπελάργηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπελάργηση οι αντιπελαργήσεις
      γενική της αντιπελάργησης* των αντιπελαργήσεων
    αιτιατική την αντιπελάργηση τις αντιπελαργήσεις
     κλητική αντιπελάργηση αντιπελαργήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπελαργήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιπελάργηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιπελάργηση θηλυκό

  • η ανταπόδοση από το παιδί προς τους γονείς προχωρημένης ηλικίας των παροχών που δέχτηκε το πρώτο κατά την ανατροφή του

Συγγενικά[επεξεργασία]