αντιπλημμυρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιπλημμυρικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλημμύρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιπλημμυρικός