αντιπνευματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπνευματικότητα < αντιπνευματικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπνευματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αντιπνευματικού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντί, πνευματικός, πνεύμα και πνέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπνευματικότητα
|