αντιπροστατευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπροστατευτικός < αντι- + προστατευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπροστατευτικός, -ή, -ό
- που είναι εναντίον του προστατευτισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προστατευτισμός και προστατεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπροστατευτικός