αντιπρόσκληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπρόσκληση | οι | αντιπροσκλήσεις |
γενική | της | αντιπρόσκλησης* | των | αντιπροσκλήσεων |
αιτιατική | την | αντιπρόσκληση | τις | αντιπροσκλήσεις |
κλητική | αντιπρόσκληση | αντιπροσκλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπροσκλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπρόσκληση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπροσκαλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπρόσκληση
|