αντιπρύτανης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντιπρύτανης | οι | αντιπρυτάνεις |
γενική | του του/της |
αντιπρύτανη αντιπρυτάνεως |
των | αντιπρυτάνεων |
αιτιατική | τον/την | αντιπρύτανη | τους/τις | αντιπρυτάνεις |
κλητική | αντιπρύτανη | αντιπρυτάνεις | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -εως, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «πρύτανης». | ||||
Κατηγορία όπως «πρύτανης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπρύτανης < αντι- + πρύτανης, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Ρrorektor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπρύτανης αρσενικό ή θηλυκό
- (εκπαίδευση) αναπληρωτής πρύτανης ή αυτός που αντικαθιστά τον πρύτανη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις αντί και πρύτανης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρύτανης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)