αντιπτέριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπτέριση | οι | αντιπτερίσεις |
γενική | της | αντιπτέρισης* | των | αντιπτερίσεων |
αιτιατική | την | αντιπτέριση | τις | αντιπτερίσεις |
κλητική | αντιπτέριση | αντιπτερίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπτερίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιπτέριση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιπτέριση θηλυκό
- (αθλητισμός) είδος αθλήματος που μοιάζει με την αντισφαίριση (τένις) και παίζεται με ρακέτες και φτερωτό μπαλάκι από δύο αντιπάλους ή δύο αντίπαλα ζεύγη