αντισεξουαλικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντισεξουαλικότητα οι αντισεξουαλικότητες
      γενική της αντισεξουαλικότητας των αντισεξουαλικοτήτων
    αιτιατική την αντισεξουαλικότητα τις αντισεξουαλικότητες
     κλητική αντισεξουαλικότητα αντισεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντισεξουαλικότητα < αντι- + σεξουαλικότητα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: antisexuality

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντισεξουαλικότητα θηλυκό

  1. αντίθεση προς την σεξουαλικότητα
  2. που δεν προκαλεί σεξουαλικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]