αντισκορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισκορικός < αντι- + σκόρος + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antimite)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντισκορικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση του σκόρου