αντισμήναρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντισμήναρχος οι αντισμήναρχοι
      γενική του αντισμήναρχου
αντισμηνάρχου
των αντισμήναρχων
αντισμηνάρχων
    αιτιατική τον αντισμήναρχο τους αντισμήναρχους
αντισμηνάρχους
     κλητική αντισμήναρχε αντισμήναρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντισμήναρχος < αντι- + σμήναρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντισμήναρχος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]