αντιστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιστάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιστάτης αρσενικό
- ηλεκτρονικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικό το οποίο παρουσιάζει αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος