αντιστάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιστάτης οι αντιστάτες
      γενική του αντιστάτη των αντιστατών
    αιτιατική τον αντιστάτη τους αντιστάτες
     κλητική αντιστάτη αντιστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αντιστάτης με λαχανί χρώμα επάνω σε πράσινη πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιστάτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιστάτης αρσενικό

  1. ηλεκτρονικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικό το οποίο παρουσιάζει αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος
     συνώνυμα: αντίσταση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]