αντισταθμιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισταθμιστικός η αντισταθμιστική το αντισταθμιστικό
      γενική του αντισταθμιστικού της αντισταθμιστικής του αντισταθμιστικού
    αιτιατική τον αντισταθμιστικό την αντισταθμιστική το αντισταθμιστικό
     κλητική αντισταθμιστικέ αντισταθμιστική αντισταθμιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισταθμιστικοί οι αντισταθμιστικές τα αντισταθμιστικά
      γενική των αντισταθμιστικών των αντισταθμιστικών των αντισταθμιστικών
    αιτιατική τους αντισταθμιστικούς τις αντισταθμιστικές τα αντισταθμιστικά
     κλητική αντισταθμιστικοί αντισταθμιστικές αντισταθμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντισταθμιστικός < αντισταθμίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compensatif)

Επίθετο[επεξεργασία]

αντισταθμιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • αντισταθμιστικά οφέλη:
    Ποιος αλήθεια δεν θυμάται τα πολυδιαφημιζόμενα αντισταθμιστικά οφέλη που υποσχέθηκαν οι κατασκευάστριες εταιρείες των F-16 και Μιράζ 2000 το 1987, όταν αποφασίστηκε από το ΚΥΣΕΑ η αγορά των αεροσκαφών; Αγορά δήθεν ελληνικών... παπουτσιών από τους Γάλλους για τόνωση της εθνικής μας οικονομίας, δημιουργία ελληνοαμερικανικής εταιρείας επενδύσεων με κεφάλαιο 50 εκατ. δρχ. από τους Αμερικανούς, αγορά ελληνικού λαδιού, καλαμποκιού και σιταριού, ως και έλευση γάλλων και αμερικανών τουριστών τους χειμερινούς μήνες προέβλεπαν μερικά μόνο συμβόλαια που υπέγραψαν οι κατασκευάστριες εταιρείες, προκειμένου να μας πωλήσουν τα αεροσκάφη τους. Συμβόλαια που αποδείχθηκαν... αέρας κοπανιστός! (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]