αντιστυλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιστυλώνω < μεσαιωνική ελληνική αντιστυλώνω < αντι- + (ελληνιστική κοινή) στυλόω / στυλῶ < αρχαία ελληνική στῦλος
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιστυλώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιστύλι
- αντίστυλο
- αντιστυλωμένος
- → δείτε τις λέξεις αντί και στύλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιστυλώνω
|