αντιτράστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτράστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική antitrust < anti- (αντι-) + trust (εμπιστοσύνη)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιτράστ άκλιτο
- που αποσκοπεί στην εξάλειψη ή τον περιορισμό των τραστ