αντιφρονών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αντιφρονών & αντιφρονούντας |
η | αντιφρονούσα | το | αντιφρονούν |
γενική | του | αντιφρονούντος & αντιφρονούντα |
της | αντιφρονούσας & αντιφρονούσης* |
του | αντιφρονούντος |
αιτιατική | τον | αντιφρονούντα | την | αντιφρονούσα | το | αντιφρονούν |
κλητική | αντιφρονών & αντιφρονούντα |
αντιφρονούσα | αντιφρονούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αντιφρονούντες | οι | αντιφρονούσες | τα | αντιφρονούντα |
γενική | των | αντιφρονούντων | των | αντιφρονουσών | των | αντιφρονούντων |
αιτιατική | τους | αντιφρονούντες | τις | αντιφρονούσες | τα | αντιφρονούντα |
κλητική | αντιφρονούντες | αντιφρονούσες | αντιφρονούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- αντιφρονών < καθαρεύουσα ἀντιφρονῶν < ἀντι- + μετοχή ενεστώτα του αρχαίου ελληνικού φρονῶ, συνηερημένου τύπου του φρονέω (φρονώ)[1]
Μετοχή[επεξεργασία]
αντιφρονών, -ούσα, -ούν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αντιφρονούντας, -ούσα, -ούν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιφρονών | οι | αντιφρονούντες |
γενική | του | αντιφρονούντος | των | αντιφρονούντων |
αιτιατική | τον | αντιφρονούντα | τους | αντιφρονούντες |
κλητική | αντιφρονών | αντιφρονούντες | ||
Δείτε και «ο αντιφρονούντας» με κατάληξη της δημοτικής. | ||||
Κατηγορία όπως «αντιφρονών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αντιφρονών < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής αντιφρονών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιφρονών αρσενικό (θηλυκό αντιφρονούσα)[2])
- (πολιτική) ο αντίθετος με το καθεστώς, ιδιαίτερα ο αντίθετος με τα πρώην ή νυν κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας
- ※ Μεγάλες πιθανότητες να κατακτήσει το Νομπέλ Ειρήνης -παρά τις διαμαρτυρίες της Κίνας- έχει, σύμφωνα με προβλέψεις, ο φυλακισμένος Κινέζος αντιφρονών Λιου Σιαομπό (εφημερίδα Καθημερινή, 1 Οκτωβρίου 2010)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αντιφρονούντας (με κατάληξη της δημοτικής)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιφρονών
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντιφρονών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'μειοψηφών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'μειοψηφών' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντιφρονών' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)