αντιφυλλοξηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιφυλλοξηρικός < αντι- + φυλλοξηρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιφυλλοξηρικός
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της φυλλοξήρας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιφυλλοξηρικός
|