αντιχολινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιχολινεργικός < αγγλική anticholinergic < anti- acetylcholine + -ergic . Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + (ακετυλο)χολίν(η) + -εργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιχολινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που καταστέλλει τη λειτουργία της ακετυλοχολίνης
- ※ Αντιχολινεργικός παράγοντας: ομάδα φαρμάκων που συνδέονται με αλλά δεν ενεργοποιούν τους χολινεργικούς υποδοχείς, εμποδίζοντας έτσι τη δράση της ακετυλοχολίνης ή των χολινεργικών αγωνιστών. (chemwatch.net, ανακτήθηκε 22/2/2023 [1])
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιχολινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)