αντιψυχωτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αντιψυχωτικά
      γενική των αντιψυχωτικών
    αιτιατική τα αντιψυχωτικά
     κλητική αντιψυχωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιψυχωτικά < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου αντιψυχωτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιψυχωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό και αντιψυχωσικά

  1. σκευάσματα για ασθενείς με ψυχωσικά επεισόδια
    Τα αντιψυχωτικά χορηγούνται σε ασθένειες με ψυχώσεις
→ δείτε τη λέξη  αντιψυχωσικά