αντλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντλώ < αρχαία ελληνική ἀντλέω -ἀντλῶ < ἄντλος

αντλώ

  1. βγάζω με κάποιο τρόπο (π.χ. με μια αντλία) ένα υγρό από ένα δοχείο ή μια δεξαμενή
  2. βρίσκω σημαντικά στοιχεία για μια έρευνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]