αντοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντοχή | οι | αντοχές |
γενική | της | αντοχής | των | αντοχών |
αιτιατική | την | αντοχή | τις | αντοχές |
κλητική | αντοχή | αντοχές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντοχή < ελληνιστική κοινή ἀντοχή < αρχαία ελληνική ἀντέχω < ἀντί + ἔχω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντοχή θηλυκό
- το σθένος αντιμετώπισης αντίξοων καταστάσεων, και αντίστασης στη φθορά
- υπομονή, καρτερία
- (φυσική) η αντίσταση ενός σώματος στις αντίθετες δυνάμεις και η τάση διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασής του
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- δρόμος αντοχής: (αθλητισμός) αγώνας δρόμου μεγάλων αποστάσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντοχή