αντράκλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντράκλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνδράχλη / ἀνδράχνη (προφερόταν με [nd) και μεταπλασμό σε -α. Η τροπή [x] > [k] ίσως με την επίδραση του άντρακλας [1] ή παρασύνδεση προς τα ἀνήρ, ἀνδρός (και ἄχνη)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /anˈdɾa.kla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντρά‐κλα
- τονικό παρώνυμο: άντρακλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντράκλα θηλυκό
- (φυτό, γαστρονομία) η γλιστρίδα
- (φυτό) η αγριοκουμαριά (Arbutus andrachne)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
αντράκλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλιστρίδα
|
αγριοκουμαριά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αντράκλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)