αντρέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντρέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική entrée
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντρέ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (ο) αντρές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αντρέ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας