αντρεδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντρεδές αρσενικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . Βλ. λ. «αντρεδές», ανακατεύθυνση στο: «αντραντές».
- ↑ Λήμμα «αντρεδές», Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 330. Σημείωση: το γράμμα δ, στην καταχώριση της λέξης, φέρει πάνω μια στιγμή, που στην ιδιότυπη τυπογραφία του λεξικού δηλώνει τον ξενικής προέλευσης φθόγγο ντ (d) που καταγράφεται υπερδιορθωμένος/λογιοποιημένος ως δ.